δακτυλόδεικτος

δακτυλόδεικτος
ος , ον , δακτυλόδεικτούμενος, η, ον известный, знаменитый; пользующийся хорошей или дурной славой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δακτυλόδεικτος" в других словарях:

  • δακτυλόδεικτος — δακτυλόδεικτος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δεικτος < δείκνυμι] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλόδεικτος — η, ο διάσημος, περίφημος, δακτυλοδεικτούμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλοδείκτως — δακτυλόδεικτος pointed at with the finger adverbial δακτυλόδεικτος pointed at with the finger masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλόδεικτον — δακτυλόδεικτος pointed at with the finger masc/fem acc sg δακτυλόδεικτος pointed at with the finger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλοδείκτων — δακτυλόδεικτος pointed at with the finger masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»